πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξέλιξη οι εξελίξεις
      γενική της εξέλιξης* των εξελίξεων
    αιτιατική την εξέλιξη τις εξελίξεις
     κλητική εξέλιξη εξελίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξελίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξέλιξη θηλυκό

  1. επόμενο στάδιο, γεγονός, σειρά διαδιοχικών φάσεων
      ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις
  2. οι διαδοχικές αλλαγές που επιφέρουν μεταμόρφωση ή μετασχηματισμό
  3. (βιολογία) οι μεταβολές στους ζωντανούς οργανισμούς
      η εξέλιξη των ειδών
  4. βελτίωση, πρόοδος
      Η τεχνολογία είχε μεγάλη εξέλιξη τον 20ο αιώνα.

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. εξέλιξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «εξελίσσω», «ελίσσομαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.