εξέλιξη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξέλιξη | οι | εξελίξεις |
γενική | της | εξέλιξης & εξελίξεως |
των | εξελίξεων |
αιτιατική | την | εξέλιξη | τις | εξελίξεις |
κλητική | εξέλιξη | εξελίξεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξέλιξη < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἐξέλιξις, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική evolution[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈkse.li.ksi/
- συλλαβισμός : ε‐ξέ‐λι‐ξη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εξέλιξη θηλυκό
- βελτίωση,πορεία
- επόμενο στάδιο, γεγονός ή συμβάν· εξαρτημένο γεγονός από προηγούμενο, -α
- (βιολογία) προσαρμοστική διαφοροποίηση με ποσοστό τυχαίας μεταβολής
- ↪ η αλλαγή στις ιδιότητες ενός πληθυσμού οργανισμών στο πέρασμα των χρόνων μεταξύ διαφορετικών γενεών
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εξέλιξη
|
Επεξεργασία
- ↑ «εξέλιξη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.