Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
évolution évolutions

évolution (fr) θηλυκό

  1. η εξέλιξη, η μετεξέλιξη, η ανέλιξη
  2. το προχώρημα