ανέλιξη
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανέλιξη | οι | ανελίξεις |
γενική | της | ανέλιξης* | των | ανελίξεων |
αιτιατική | την | ανέλιξη | τις | ανελίξεις |
κλητική | ανέλιξη | ανελίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανελίξεως Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανέλιξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνέλιξις < αρχαία ελληνική ἀνελίσσω (ξετυλίγω) < ἀνά + ἑλίσσω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική évolution [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈne.li.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νέ‐λι‐ξη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανέλιξη θηλυκό
- συνεχής εξέλιξη (ανεξάρτητα από τη θετική ή αρνητική κατεύθυνση), εκτύλιξη, ξετύλιγμα
- (μεταφορικά) εξέλιξη, πρόοδος
- (μαθηματικά) συνάρτηση που έχει ως όρισμα το χρόνο (ή άλλο μέγεθος)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
για τα μαθηματικά
|
Επεξεργασία
- ↑ «ανέλιξη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.