πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανέλιξη οι ανελίξεις
      γενική της ανέλιξης* των ανελίξεων
    αιτιατική την ανέλιξη τις ανελίξεις
     κλητική ανέλιξη ανελίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανελίξεως
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανέλιξη θηλυκό

  1. συνεχής εξέλιξη (ανεξάρτητα από τη θετική ή αρνητική κατεύθυνση), εκτύλιξη, ξετύλιγμα
  2. (μεταφορικά) εξέλιξη, πρόοδος
  3. (μαθηματικά) συνάρτηση που έχει ως όρισμα το χρόνο (ή άλλο μέγεθος)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία