ενικός         πληθυντικός  
advancement advancements

  Ετυμολογία

επεξεργασία
advancement < advance + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

advancement (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πρόοδος
    ⮡  advancements in science - οι πρόοδοι της επιστήμης
  2. (μη μετρήσιμο) η ανάδειξη, πρόοδος σε εργασία, κοινωνική τάξη κτλ.
    ⮡  The ideal of democracy is freedom and the advancement of the individual.
    Το ιδεώδες της δημοκρατίας είναι η ελευθερία και η ανάδειξη του ατόμου.