Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
advance advances

advance (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πρόοδος, η εξέλιξη
    ⮡  This discovery represents a major scientific advance.
    Η ανακάλυψη αυτή αντιπροσωπεύει μια μεγάλη επιστημονική πρόοδο.
  2. η προέλαση
    ⮡  the enemy’s advance - η προέλαση του εχθρού
  3. η προκαταβολή
    ⮡  I will go to the director to ask for an advance.
    Θα πάω στο διευθυντή να ζητήσω προκαταβολή.
  4. (μόνο πληθυντικός) ερωτικές κρούσεις, οι προσπάθειες έναρξης σεξουαλικής σχέσης με κάποιον
    ⮡  He made advances on her.
    Της έκανε ερωτικές κρούσεις.
ενεστώτας advance
γ΄ ενικό ενεστώτα advances
αόριστος advanced
παθητική μετοχή advanced
ενεργητική μετοχή advancing

advance (en)

  1. προχωρώ μπροστά, πλησιάζω
    ⮡  The enemy was advancing unrestrained.
    Ο εχθρός προχωρούσε ακάθεκτος.
  2. προάγω
  3. επιταχύνω την ανάπτυξη ή την πρόοδο μιας διαδικασίας
  4. δίνω κάτι (χρήματα) νωρίτερα από ό,τι όφειλα
  5. υψώνω, αυξάνω κάτι
  6. προτείνω κάτι

Παράγωγα

επεξεργασία