παραθετικά
θετικός advanced
συγκριτικός further advanced / more advanced
υπερθετικός furthest advanced / most advanced

advanced (en)

  1. προχωρημένος, προηγμένος, που έχει τις πιο σύγχρονες και πρόσφατα αναπτυγμένες ιδέες, μεθόδους κτλ.
    παράδειγμα  advanced views/methods - προχωρημένες απόψεις/μέθοδοι
    παράδειγμα  The most advanced groups of workers’ unions are implementing new forms of fighting.
    Οι πιο προχωρημένες ομάδες των εργατικών συνδικάτων εφαρμόζουν νέες μορφές αγώνα.
    παράδειγμα  advanced technology/an advanced economy - προηγμένη τεχνολογία/οικονομία
  2. προχωρημένος, προκεχωρημένος, για ένα μάθημα που βρίσκεται σε υψηλό ή δύσκολο επίπεδο
    παράδειγμα  books for advanced students - βιβλία για προχωρημένους μαθητές
    παράδειγμα  English departments for beginners and advanced students/the advanced - τμήματα αγγλικών για αρχάριους και για προχωρημένους
    παράδειγμα  She’s advanced in English.
    Είναι προχωρημένη στ' αγγλικά.
    παράδειγμα  Cuba was the advanced outpost of communism due to its proximity to the USA.
    Η Κούβα αποτελούσε το προκεχωρημένο φυλάκιο του κομμουνισμού, λόγω της γειτνίασής της προς τις ΗΠΑ.
  3. προχωρημένος, σε όψιμο στάδιο ανάπτυξης
    παράδειγμα  She died at an advanced age.
    Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία.
    παράδειγμα  He has cancer and unfortunately it’s advanced/at an advanced stage.
    Έχει καρκίνο, και δυστυχώς προχωρημένο.

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία