↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προχωρημένος η προχωρημένη το προχωρημένο
      γενική του προχωρημένου της προχωρημένης του προχωρημένου
    αιτιατική τον προχωρημένο την προχωρημένη το προχωρημένο
     κλητική προχωρημένε προχωρημένη προχωρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προχωρημένοι οι προχωρημένες τα προχωρημένα
      γενική των προχωρημένων των προχωρημένων των προχωρημένων
    αιτιατική τους προχωρημένους τις προχωρημένες τα προχωρημένα
     κλητική προχωρημένοι προχωρημένες προχωρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προχωρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προχωράω / προχωρώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pro.xo.riˈme.nos/

προχωρημένος, -η, -ο

  1. που έχει προχωρήσει στην εκμάθηση μιας τέχνης, μιας γλώσσας, ενός πεδίου μελέτης· που έχει φτάσει σε ένα ικανοποιητικό σημείο γνώσης, έχει όμως περιθώρια να εξελιχθεί περισσότερο
    ⮡  Είναι αρκετά προχωρημένος στα γαλλικά, αλλά στα γερμανικά είναι ακόμα αρχάριος.
     αντώνυμα: αρχάριος
  2. το αντικείμενο στου οποίου τη γνώση κάποιος έχει προοδεύσει
    ⮡  Τα αγγλικά του είναι αρκετά προχωρημένα.
    • και ουσιαστικοποιημένο:
      ⮡  Πάω στην τάξη των προχωρημένων. (εννοείται: μαθητών)
  3. που δεν είναι πια στα αρχικά του στάδια
    ⮡  προχωρημένη άνοιξη, προχωρημένη σήψη
    • για χρόνο, στην έκφραση:
      ⮡  η ώρα είναι προχωρημένη: είναι πια αργά. Πρέπει να γυρίσουμε στο σπίτι μας.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία