Ετυμολογία

επεξεργασία
προχωράω < προχωρ(ώ) + επίθημα -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προχωρῶ, συνηρημένος τύπος του προχωρέω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pro.xoˈra.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐χω‐ρά‐ω

προχωράω, -άς, -ά/προχωρώ, -είς, -εί, πρτ.: προχώραγα, αόρ.: προχώρησα, μτχ.π.π.: προχωρημένος[2] (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κινούμαι μπρος τα εμπρός (ή γενικότερα προς κάποια κατεύθυνση)
  2. (+ σε) αρχίζω να κάνω κάτι ή συνεχίζω κάποια ενέργεια ξεκινώντας μια καινούρια φάση
    ⮡  Μετά την υπογραφή της συμφωνίας θα προχωρήσουμε στην υλοποίηση του έργου.
     συνώνυμα: προβαίνω
  3. δείτε και τις σημασίες της μετοχής προχωρημένος'

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. προχωράω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).