προχωράω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προχωράω < προχωρ(ώ) + επίθημα -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προχωρῶ, συνηρημένος τύπος του προχωρέω.
- για τη μεταφορική σημασία: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική avancer[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pro.xoˈra.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐χω‐ρά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπροχωράω, -άς, -ά/προχωρώ, -είς, -εί, πρτ.: προχώραγα, αόρ.: προχώρησα, μτχ.π.π.: προχωρημένος[2] (χωρίς παθητική φωνή)
- κινούμαι μπρος τα εμπρός (ή γενικότερα προς κάποια κατεύθυνση)
- (+ σε) αρχίζω να κάνω κάτι ή συνεχίζω κάποια ενέργεια ξεκινώντας μια καινούρια φάση
- δείτε και τις σημασίες της μετοχής προχωρημένος'
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προχωράω - προχωρώ | προχωρούσα - προχώραγα | θα προχωράω - προχωρώ | να προχωράω - προχωρώ | προχωρώντας | |
β' ενικ. | προχωράς - προχωρείς | προχωρούσες - προχώραγες | θα προχωράς - προχωρείς | να προχωράς - προχωρείς | προχώρα - προχώραγε | |
γ' ενικ. | προχωράει - προχωρά - προχωρεί | προχωρούσε - προχώραγε | θα προχωράει - προχωρά - προχωρεί | να προχωράει - προχωρά - προχωρεί | ||
α' πληθ. | προχωράμε - προχωρούμε | προχωρούσαμε - προχωράγαμε | θα προχωράμε - προχωρούμε | να προχωράμε - προχωρούμε | ||
β' πληθ. | προχωράτε - προχωρείτε | προχωρούσατε - προχωράγατε | θα προχωράτε - προχωρείτε | να προχωράτε - προχωρείτε | προχωράτε - προχωρείτε | |
γ' πληθ. | προχωράν(ε) - προχωρούν(ε) | προχωρούσαν(ε) - προχώραγαν - προχωράγανε | θα προχωράν(ε) - προχωρούν(ε) | να προχωράν(ε) - προχωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προχώρησα | θα προχωρήσω | να προχωρήσω | προχωρήσει | ||
β' ενικ. | προχώρησες | θα προχωρήσεις | να προχωρήσεις | προχώρα - προχώρησε | ||
γ' ενικ. | προχώρησε | θα προχωρήσει | να προχωρήσει | |||
α' πληθ. | προχωρήσαμε | θα προχωρήσουμε | να προχωρήσουμε | |||
β' πληθ. | προχωρήσατε | θα προχωρήσετε | να προχωρήσετε | προχωρήστε | ||
γ' πληθ. | προχώρησαν προχωρήσαν(ε) |
θα προχωρήσουν(ε) | να προχωρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προχωρήσει | είχα προχωρήσει | θα έχω προχωρήσει | να έχω προχωρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προχωρήσει | είχες προχωρήσει | θα έχεις προχωρήσει | να έχεις προχωρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προχωρήσει | είχε προχωρήσει | θα έχει προχωρήσει | να έχει προχωρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προχωρήσει | είχαμε προχωρήσει | θα έχουμε προχωρήσει | να έχουμε προχωρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προχωρήσει | είχατε προχωρήσει | θα έχετε προχωρήσει | να έχετε προχωρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προχωρήσει | είχαν προχωρήσει | θα έχουν προχωρήσει | να έχουν προχωρήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προχωρημένος - είμαστε, είστε, είναι προχωρημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προχωρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προχωρημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προχωρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προχωρημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προχωρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προχωρημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προχωράω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).