Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απροχώρητο τα απροχώρητα
      γενική του απροχώρητου των απροχώρητων
    αιτιατική το απροχώρητο τα απροχώρητα
     κλητική απροχώρητο απροχώρητα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απροχώρητο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απροχώρητο ουδέτερο

  • το σημείο από όπου πιο πέρα δεν μπορούμε να προχωρήσουμε

  Μεταφράσεις επεξεργασία