↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απροχώρητο τα απροχώρητα
      γενική του απροχώρητου των απροχώρητων
    αιτιατική το απροχώρητο τα απροχώρητα
     κλητική απροχώρητο απροχώρητα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απροχώρητο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απροχώρητο ουδέτερο

  • το σημείο από όπου πιο πέρα δεν μπορούμε να προχωρήσουμε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία