Δείτε επίσης: προλαβαίνω, προλαμβάνω

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

προβαίνω < αρχαία ελληνική προβαίνω < προ- + βαίνω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική proceed [1]

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐βαί‐νω

  Ρήμα Επεξεργασία

προβαίνω, πρτ.: αορ+προέβη3ο(προέβην), προέβηκα, απαρ.: προβώ (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία

  Πηγές Επεξεργασία

  • προβαίνωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)



Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

προβαίνω < προ- + βαίνω

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές Επεξεργασία