proceed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | proceed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | proceeds |
αόριστος | proceeded |
παθητική μετοχή | proceeded |
ενεργητική μετοχή | proceeding |
Ρήμα
επεξεργασίαproceed (en)
Συνώνυμα
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη continue
Εκφράσεις
επεξεργασία- proceed from εκπορεύομαι, προέρχομαι, απορρέω
- proceed against κάνω αγωγή, καταγγέλλω, μηνύω κάποιον