προχωρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προχωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προχωρῶ → και δείτε προχωράω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pro.xoˈro/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐χω‐ρώ
Ρήμα
επεξεργασίαπροχωρώ, -άς, -ά / -είς, -εί
- άλλη μορφή του προχωράω
Κλίση
επεξεργασία- → δείτε προχωράω#Κλίση