προχωρητικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προχωρητικός < προχωρώ + -τικός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική progressif
ΕπίθετοΕπεξεργασία
προχωρητικός, -ή, -ό
- που προχωρεί, εξελίσσεται προς τα εμπρός
- (γλωσσολογία) προχωρητική αφομοίωση: η εξομοίωση ενός φθόγγου με αυτόν που προηγείται, όπως πχ στο ἐξολεθρεύω > εξολοθρεύω
- προχωρητική έλξη: τπ συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο η αναφορική αντωνυμία τίθεται στην πτώση της λέξης στην οποία αναφέρεται, πχ στη φράση ευχαριστώ όλους όσους με βοήθησαν αντί του αναμενόμενου ευχαριστώ όλους όσοι με βοήθησαν
- (ψυχολογία) προχωρητική αμνησία: η πάθηση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί να συγκρατήσει όσα του συμβαίνουν μετά από τη χρονική στιγμή της έναρξης της αμνησίας
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προχωρητικός