προχωρητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προχωρητικός < προχωρώ + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική progressif[1] [2])
Επίθετο
επεξεργασίαπροχωρητικός, -ή, -ό
- που προχωρεί, εξελίσσεται προς τα εμπρός
- (γλωσσολογία) προχωρητική αφομοίωση: η εξομοίωση ενός φθόγγου με αυτόν που προηγείται, όπως πχ στο ἐξολεθρεύω > εξολοθρεύω
- προχωρητική έλξη: τπ συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο η αναφορική αντωνυμία τίθεται στην πτώση της λέξης στην οποία αναφέρεται, πχ στη φράση ευχαριστώ όλους όσους με βοήθησαν αντί του αναμενόμενου ευχαριστώ όλους όσοι με βοήθησαν
- (ψυχολογία) προχωρητική αμνησία: η πάθηση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί να συγκρατήσει όσα του συμβαίνουν μετά από τη χρονική στιγμή της έναρξης της αμνησίας
Συγγενικά
επεξεργασία- προχωρητικά
- προχωρητικώς
- → δείτε τις λέξεις προχωρώ και χωρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία προχωρητικός
- ↑ προχωρητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ προχωρητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας