υποχωρητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποχωρητικός < → λείπει η ετυμολογία[1]
Επίθετο
επεξεργασίαυποχωρητικός, -ή, -ό
- σχετικός με την υποχώρηση
- (για άνθρωπο) που κάνει συνεχώς υποχωρήσεις και ενδίδει στις προσταγές ή τις αξιώσεις των άλλων
- (γλωσσολογία) που γίνεται αντίθετα από το συνηθισμένο
- ⮡ Ο σχηματισμός ονόματος ουσιαστικού από ένα ρήμα είναι υποχωρητικός. θα περιμέναμε το αντίστροφο: το ρήμα να προέλθει από το ουσιαστικό.
- ≈ συνώνυμα: αναδρομικός
- → δείτε τους όρους υποχωρητικός σχηματισμός και αναδρομικός σχηματισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποχωρητικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υποχωρητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας