αναδρομικός σχηματισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναδρομικός σχηματισμός < → δείτε τις λέξεις αναδρομικός και σχηματισμός μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική back-formation

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anaðɾomiˈkos sçimatiˈzmos/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αναδρομικός σχηματισμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία