ενικός         πληθυντικός  
back-formation back-formations

Ετυμολογία

επεξεργασία
back-formation < back- + formation. Λέξη του σκοτσέζου λεξικογράφου James Murray, στον πρώτο τόμο Oxford English Dictionary του 1888, στο λήμμα "burgle":

Ουσιαστικό

επεξεργασία