ενικός         πληθυντικός  
formation formations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

formation (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο σχηματισμός, η διαμόρφωση, η ενέργεια του να σχηματίζω ή του να διαμορφώνω
    ⮡  the formation of ideas/of a government - ο σχηματισμός ιδεών/κυβέρνησης
    ⮡  the formation of a company - ο σχηματισμός μιας εταιρείας
    ⮡  Medieval Greek was the Greek language as it was spoken and written from the end of late antiquity up to the formation of Modern Greek.
    Μεσαιωνικά ελληνικά ήταν η ελληνική γλώσσα όπως μιλήθηκε και γράφτηκε από το τέλος της ύστερης αρχαιότητας, έως τη διαμόρφωση της νέας ελληνικής.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο σχηματισμός, μια συγκεκριμένη διάταξη ή μοτίβο
    ⮡  The troops advanced in battle formation.
    Τα στρατεύματα προχώρησαν σε σχηματισμό/διάταξη μάχης



      ενικός         πληθυντικός  
formation formations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

formation (fr) θηλυκό

  1. η μόρφωση
  2. η κατάρτιση
  3. ο σχηματισμός
  4. η συγκρότηση

Συγγενικά

επεξεργασία