formation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
formation | formations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαformation (en)
- (μη μετρήσιμο) ο σχηματισμός, η διαμόρφωση, η ενέργεια του να σχηματίζω ή του να διαμορφώνω
- ⮡ the formation of ideas/of a government - ο σχηματισμός ιδεών/κυβέρνησης
- ⮡ the formation of a company - ο σχηματισμός μιας εταιρείας
- ⮡ Medieval Greek was the Greek language as it was spoken and written from the end of late antiquity up to the formation of Modern Greek.
- Μεσαιωνικά ελληνικά ήταν η ελληνική γλώσσα όπως μιλήθηκε και γράφτηκε από το τέλος της ύστερης αρχαιότητας, έως τη διαμόρφωση της νέας ελληνικής.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο σχηματισμός, μια συγκεκριμένη διάταξη ή μοτίβο
- ⮡ The troops advanced in battle formation.
- Τα στρατεύματα προχώρησαν σε σχηματισμό/διάταξη μάχης
- ⮡ The troops advanced in battle formation.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
formation | formations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαformation (fr) θηλυκό
- η μόρφωση
- η κατάρτιση
- ο σχηματισμός
- η συγκρότηση