διάταξη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάταξη | οι | διατάξεις |
γενική | της | διάταξης & διατάξεως |
των | διατάξεων |
αιτιατική | τη | διάταξη | τις | διατάξεις |
κλητική | διάταξη | διατάξεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διάταξη < αρχαία ελληνική διάταξις < διατάσσω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διάταξη θηλυκό
- σύνολο αντικειμένων που έχουν συγκεκριμένη σχέση θέσης μεταξύ τους, η κατάλληλη τοποθέτηση των αντικειμένων
- Συνώνυμα: ταχτοποίηση, τακτοποίηση
- η κατάλληλη παράταξη στρατού για ένα συγκεκριμένο σκοπό
- Συνώνυμα: σχηματισμός
- ειδικό τμήμα νόμου ή κανονισμού αναφερόμενο σε συγκεκριμένο θέμα
- η διαταγή
- (τεχνολογία) device: μία ή περισσότερες συσκευές κατάλληλα συνεργαζόμενες· ως σύνολο θεωρούνται ως μία ενιαία συσκευή[1], ως μονάδα (unit)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διάταξη
Επεξεργασία
- ↑ από αναζήτηση «διάταξη» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και την ΕΛΕΤΟ.