Ουσιαστικό

επεξεργασία

disposition (en)

  1. η διάθεση να κάνω κάτι
  2. η προδιάθεση, η ιδιοσυγκρασία, ο χαρακτήρας
  3. η διάταξη, ο τρόπος με τον οποίο διατάσσεται, διευθετείται κάτι
  4. η τοποθέτηση, η στάση κάποιου απέναντι σε κάτι
    Ηe has a friendly disposition toward animals. - Έχει μια φιλική στάση/Είναι φιλικά τοποθετημένος απέναντι στα ζώα.



  Ετυμολογία

επεξεργασία
disposition < λατινική dispositio

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
disposition dispositions

disposition (fr) θηλυκό

  1. η διάθεση να κάνω κάτι
  2. η προδιάθεση, η ιδιοσυγκρασία, ο χαρακτήρας
  3. η διάταξη, ο τρόπος με τον οποίο διατάσσεται, διευθετείται κάτι
  4. η τοποθέτηση, η στάση κάποιου απέναντι σε κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη disposer