ιδιοσυγκρασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδιοσυγκρασία < (ελληνιστική κοινή) ἰδιοσυγκρασία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιδιοσυγκρασία θηλυκό
- ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο αντιδρά κι εκδηλώνει ένα άτομο τα αισθήματα και, γενικά, τον ψυχικό του κόσμο
- (ιατρική) ο τρόπος που αντιδρά κάποιος, κυρίως λόγω κάποιας αλλεργικής ευαισθησίας, σε συγκεκριμένα ερεθίσματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιδιοσυγκρασία
|