Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερέθισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐρέθισμα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ερέθισμα
τα
ερεθίσμα
τ
α
γενική
του
ερεθίσμα
τ
ος
των
ερεθισμά
τ
ων
αιτιατική
το
ερέθισμα
τα
ερεθίσμα
τ
α
κλητική
ερέθισμα
ερεθίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ερέθισμα
<
αρχαία ελληνική
ἐρέθισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ερέθισμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
ή το
αποτέλεσμα
του
ερεθίζω
.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερέθισμα
αγγλικά
:
stimulus
(en)
γαλλικά
:
stimulus
(fr)