ενικός         πληθυντικός  
stimulus stimuluses / stimuli

Ουσιαστικό

επεξεργασία

stimulus (en)



ενικός πληθυντικός
stimulus stimulus
και stimuli

Ουσιαστικό

επεξεργασία

stimulus (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη stimuler



Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

stimulus (eo)

  • υποθετική του ρήματος stimuli