ερεθίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερεθίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐρεθίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ɾeˈθi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρε‐θί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαερεθίζω, αόρ.: ερέθισα, παθ.φωνή: ερεθίζομαι, π.αόρ.: ερεθίστηκα, μτχ.π.π.: ερεθισμένος
- επενεργώ πάνω σε κάποιον ή κάτι και προκαλώ κάποιου είδους αντίδραση
- (για την αντίδραση ενός αισθητήριου οργάνου)
- ⮡ το φως ερεθίζει το οπτικό νεύρο που μεταβιβάζει το μήνυμα στον εγκέφαλο
- (για την αντίδραση ενός μέρους του σώματος σε εξωτερικό αίτιο που εκδηλώνεται με κοκκινίλα ή τσούξιμο κλπ)
- ⮡ η παρατεταμένη χρήση του φαρμάκου μπορεί να ερεθίσει τον οφθαλμό
- (για ενέργεια που οδηγεί σε όξυνση παθών και ίσως βίαιη αντίδραση )
- ⮡ η απάθειά του όσο τον έβριζα με ερέθιζε ακόμα περισσότερο
- (για ερωτική διέγερση)
- ⮡ το σαγηνευτικό της λίκνισμα ερέθιζε όλους τους αρσενικούς
- (για την αντίδραση ενός αισθητήριου οργάνου)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ερεθίζω | ερέθιζα | θα ερεθίζω | να ερεθίζω | ερεθίζοντας | |
β' ενικ. | ερεθίζεις | ερέθιζες | θα ερεθίζεις | να ερεθίζεις | ερέθιζε | |
γ' ενικ. | ερεθίζει | ερέθιζε | θα ερεθίζει | να ερεθίζει | ||
α' πληθ. | ερεθίζουμε | ερεθίζαμε | θα ερεθίζουμε | να ερεθίζουμε | ||
β' πληθ. | ερεθίζετε | ερεθίζατε | θα ερεθίζετε | να ερεθίζετε | ερεθίζετε | |
γ' πληθ. | ερεθίζουν(ε) | ερέθιζαν ερεθίζαν(ε) |
θα ερεθίζουν(ε) | να ερεθίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ερέθισα | θα ερεθίσω | να ερεθίσω | ερεθίσει | ||
β' ενικ. | ερέθισες | θα ερεθίσεις | να ερεθίσεις | ερέθισε | ||
γ' ενικ. | ερέθισε | θα ερεθίσει | να ερεθίσει | |||
α' πληθ. | ερεθίσαμε | θα ερεθίσουμε | να ερεθίσουμε | |||
β' πληθ. | ερεθίσατε | θα ερεθίσετε | να ερεθίσετε | ερεθίστε | ||
γ' πληθ. | ερέθισαν ερεθίσαν(ε) |
θα ερεθίσουν(ε) | να ερεθίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ερεθίσει | είχα ερεθίσει | θα έχω ερεθίσει | να έχω ερεθίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ερεθίσει | είχες ερεθίσει | θα έχεις ερεθίσει | να έχεις ερεθίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ερεθίσει | είχε ερεθίσει | θα έχει ερεθίσει | να έχει ερεθίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ερεθίσει | είχαμε ερεθίσει | θα έχουμε ερεθίσει | να έχουμε ερεθίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ερεθίσει | είχατε ερεθίσει | θα έχετε ερεθίσει | να έχετε ερεθίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ερεθίσει | είχαν ερεθίσει | θα έχουν ερεθίσει | να έχουν ερεθίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ερεθίζομαι | ερεθιζόμουν(α) | θα ερεθίζομαι | να ερεθίζομαι | ||
β' ενικ. | ερεθίζεσαι | ερεθιζόσουν(α) | θα ερεθίζεσαι | να ερεθίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ερεθίζεται | ερεθιζόταν(ε) | θα ερεθίζεται | να ερεθίζεται | ||
α' πληθ. | ερεθιζόμαστε | ερεθιζόμαστε ερεθιζόμασταν |
θα ερεθιζόμαστε | να ερεθιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ερεθίζεστε | ερεθιζόσαστε ερεθιζόσασταν |
θα ερεθίζεστε | να ερεθίζεστε | (ερεθίζεστε) | |
γ' πληθ. | ερεθίζονται | ερεθίζονταν ερεθιζόντουσαν |
θα ερεθίζονται | να ερεθίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ερεθίστηκα | θα ερεθιστώ | να ερεθιστώ | ερεθιστεί | ||
β' ενικ. | ερεθίστηκες | θα ερεθιστείς | να ερεθιστείς | ερεθίσου | ||
γ' ενικ. | ερεθίστηκε | θα ερεθιστεί | να ερεθιστεί | |||
α' πληθ. | ερεθιστήκαμε | θα ερεθιστούμε | να ερεθιστούμε | |||
β' πληθ. | ερεθιστήκατε | θα ερεθιστείτε | να ερεθιστείτε | ερεθιστείτε | ||
γ' πληθ. | ερεθίστηκαν ερεθιστήκαν(ε) |
θα ερεθιστούν(ε) | να ερεθιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ερεθιστεί | είχα ερεθιστεί | θα έχω ερεθιστεί | να έχω ερεθιστεί | ερεθισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ερεθιστεί | είχες ερεθιστεί | θα έχεις ερεθιστεί | να έχεις ερεθιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ερεθιστεί | είχε ερεθιστεί | θα έχει ερεθιστεί | να έχει ερεθιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ερεθιστεί | είχαμε ερεθιστεί | θα έχουμε ερεθιστεί | να έχουμε ερεθιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ερεθιστεί | είχατε ερεθιστεί | θα έχετε ερεθιστεί | να έχετε ερεθιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ερεθιστεί | είχαν ερεθιστεί | θα έχουν ερεθιστεί | να έχουν ερεθιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ερεθισμένος - είμαστε, είστε, είναι ερεθισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ερεθισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ερεθισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ερεθισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ερεθισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ερεθισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ερεθισμένοι |