Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερεθισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ερεθισμέν
ος
η
ερεθισμέν
η
το
ερεθισμέν
ο
γενική
του
ερεθισμέν
ου
της
ερεθισμέν
ης
του
ερεθισμέν
ου
αιτιατική
τον
ερεθισμέν
ο
την
ερεθισμέν
η
το
ερεθισμέν
ο
κλητική
ερεθισμέν
ε
ερεθισμέν
η
ερεθισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ερεθισμέν
οι
οι
ερεθισμέν
ες
τα
ερεθισμέν
α
γενική
των
ερεθισμέν
ων
των
ερεθισμέν
ων
των
ερεθισμέν
ων
αιτιατική
τους
ερεθισμέν
ους
τις
ερεθισμέν
ες
τα
ερεθισμέν
α
κλητική
ερεθισμέν
οι
ερεθισμέν
ες
ερεθισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ερεθισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ερεθίζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανερέθιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερεθισμένος
γαλλικά
:
excité
(fr)