ενεστώτας irritate
γ΄ ενικό ενεστώτα irritates
αόριστος irritated
παθητική μετοχή irritated
ενεργητική μετοχή irritating

irritate (en)

  1. ερεθίζω, εκνευρίζω, προκαλώ θυμό
    ⮡  Her behavior irritated me.
    Μ' ερέθισε το φέρσιμό της.
    ⮡  The relentless car noise has irritated me.
    Ο αδιάκοπος θόρυβος των αυτοκινήτων με έχει εκνευρίσει.
  2. ερεθίζω, προκαλώ ερεθισμό σε έναν οργανισμό
    ⮡  Smoke irritates the eyes.
    Ο καπνός ερεθίζει τα μάτια.