Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευερέθιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευερέθιστ
ος
η
ευερέθιστ
η
το
ευερέθιστ
ο
γενική
του
ευερέθιστ
ου
της
ευερέθιστ
ης
του
ευερέθιστ
ου
αιτιατική
τον
ευερέθιστ
ο
την
ευερέθιστ
η
το
ευερέθιστ
ο
κλητική
ευερέθιστ
ε
ευερέθιστ
η
ευερέθιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευερέθιστ
οι
οι
ευερέθιστ
ες
τα
ευερέθιστ
α
γενική
των
ευερέθιστ
ων
των
ευερέθιστ
ων
των
ευερέθιστ
ων
αιτιατική
τους
ευερέθιστ
ους
τις
ευερέθιστ
ες
τα
ευερέθιστ
α
κλητική
ευερέθιστ
οι
ευερέθιστ
ες
ευερέθιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευερέθιστος
<
ελληνιστική κοινή
εὐερέθιστος
Επίθετο
επεξεργασία
ευερέθιστος -η -ο
που
ερεθίζεται
εύκολα,
ευέξαπτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ευ
και
ερεθίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευερέθιστος
αγγλικά
:
irritable
(en)
,
tetchy
(en)
,
crotchety
(en)
,
skittish
(en)
γαλλικά
:
colérique
(fr)
,
froussard
(fr)
,
nerveux
(fr)
,
impétueux
(fr)
,
irritable
(fr)