Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ.le.ʁik/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
colérique colériques

colérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία