Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οξύθυμος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικές λέξεις
1.3.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
οξύθυμ
ος
οξύθυμ
η
οξύθυμ
ο
γενική
οξύθυμ
ου
οξύθυμ
ης
οξύθυμ
ου
αιτιατική
οξύθυμ
ο
οξύθυμ
η
οξύθυμ
ο
κλητική
οξύθυμ
ε
οξύθυμ
η
οξύθυμ
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
οξύθυμ
οι
οξύθυμ
ες
οξύθυμ
α
γενική
οξύθυμ
ων
οξύθυμ
ων
οξύθυμ
ων
αιτιατική
οξύθυμ
ους
οξύθυμ
ες
οξύθυμ
α
κλητική
οξύθυμ
οι
οξύθυμ
ες
οξύθυμ
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
οξύθυμος
<
αρχαία ελληνική
ὀξύθυμος
<
ὀξύς
+
θυμός
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɔ.ˈksi.θi.mɔs
/
Επίθετο
Επεξεργασία
οξύθυμος
(
λόγιο
) που
θυμώνει
εύκολα
κι
έντονα
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
οξυθυμία
→
δείτε
τις λέξεις
οξύς
και
θυμός
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
οξύθυμος
αγγλικά
:
irascible
(en)
,
testy
(en)
γαλλικά
:
coléreux
(fr)
,
colérique
(fr)
εσπεράντο
:
kolerema
(eo)