θυμώνω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θυμώνω < αρχαία ελληνική θυμῶ
ΡήμαΕπεξεργασία
θυμώνω, , πρτ.: θύμωνα, στ.μέλλ.: θα θυμώσω, αόρ.: θύμωσα, μτχ.π.π.: θυμωμένος
- (αμετάβατο) κυριεύομαι από θυμό, οργίζομαι
- θυμώνει εύκολα, αλλά μετά του περνάει
- (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον θυμό, οργίζω
- με θυμώνει η αδιαφορία του
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αμετάβατο