Δείτε επίσης: ὀξυθυμία, ὀξυθύμια, ὀξυθυμίας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξυθυμία οι οξυθυμίες
      γενική της οξυθυμίας των οξυθυμιών
    αιτιατική την οξυθυμία τις οξυθυμίες
     κλητική οξυθυμία οξυθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οξυθυμία < αρχαία ελληνική ὀξυθυμία < ὀξύθυμος < ὀξύς + θυμός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ksi.θiˈmi.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οξυθυμία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία