Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αψάδα οι αψάδες
      γενική της αψάδας
    αιτιατική την αψάδα τις αψάδες
     κλητική αψάδα αψάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αψάδα < αψύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αψάδα θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)

  1. η ερεθιστική για τη μύτη και τη γλώσσα, χαρκτηριστική γεύση και οσμή ενός ξινού και με έντονη γεύση τροφίμου ή υγρού (λεμονιού, ξυδιού, κρεμμυδιού, τζιντζερ κ.λπ.)
  2. η ευερεθιστότητα, το ιδίωμα του ευέξαπτου και συνήθως επιθετικού ατόμου

  Μεταφράσεις επεξεργασία