Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εριστικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εριστικότητ
α
οι
εριστικότητ
ες
γενική
της
εριστικότητ
ας
των
εριστικοτήτ
ων
αιτιατική
την
εριστικότητ
α
τις
εριστικότητ
ες
κλητική
εριστικότητ
α
εριστικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εριστικότητα
<
εριστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εριστικότητα
θηλυκό, μόνο στον ενικό
η ιδιότητα του
εριστικού
, η τάση να προκαλεί κανείς
έριδες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εριστικότητα
γαλλικά
:
irritabilité
(fr)