εριστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εριστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐριστικός < ἐριστής + -ικός < ἐρίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɾi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρι‐στι‐κός
- ομόηχο: ερειστικός
Επίθετο επεξεργασία
εριστικός, -ή, -ό
- (για πρόσωπα) που αγαπά να ερίζει, που με τη στάση του αυξάνει την ένταση σε μια διαφωνία, που συνηθίζει να προκαλεί ή να συντηρεί έριδες, ο φιλόνικος
- (για στάσεις, συμπεριφορές) που αυξάνει την ένταση σε μια διαφωνία, που προκαλεί ή συντηρεί έριδες
- εριστικός διάλογος: είδος διαλόγου που γίνεται με σκοπό την αντιπαράθεση αυτή καθ' αυτήν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη έριδα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Εριστικοί (οι φιλόσοφοι της Μεγαρικής σχολής)