Δείτε επίσης: ἐριστικός, ερειστικός, ἐρειστικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εριστικός η εριστική το εριστικό
      γενική του εριστικού της εριστικής του εριστικού
    αιτιατική τον εριστικό την εριστική το εριστικό
     κλητική εριστικέ εριστική εριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εριστικοί οι εριστικές τα εριστικά
      γενική των εριστικών των εριστικών των εριστικών
    αιτιατική τους εριστικούς τις εριστικές τα εριστικά
     κλητική εριστικοί εριστικές εριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εριστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐριστικός < ἐριστής + -ικός < ἐρίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ɾi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ρι‐στι‐κός
ομόηχο: ερειστικός

  Επίθετο επεξεργασία

εριστικός, -ή, -ό

  1. (για πρόσωπα) που αγαπά να ερίζει, που με τη στάση του αυξάνει την ένταση σε μια διαφωνία, που συνηθίζει να προκαλεί ή να συντηρεί έριδες, ο φιλόνικος
  2. (για στάσεις, συμπεριφορές) που αυξάνει την ένταση σε μια διαφωνία, που προκαλεί ή συντηρεί έριδες
    εριστικός διάλογος: είδος διαλόγου που γίνεται με σκοπό την αντιπαράθεση αυτή καθ' αυτήν

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία