Δείτε επίσης: ἐρειστικός, εριστικός, ἐριστικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερειστικός η ερειστική το ερειστικό
      γενική του ερειστικού της ερειστικής του ερειστικού
    αιτιατική τον ερειστικό την ερειστική το ερειστικό
     κλητική ερειστικέ ερειστική ερειστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερειστικοί οι ερειστικές τα ερειστικά
      γενική των ερειστικών των ερειστικών των ερειστικών
    αιτιατική τους ερειστικούς τις ερειστικές τα ερειστικά
     κλητική ερειστικοί ερειστικές ερειστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ερειστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐρειστικός < ἐρείδω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ɾi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ρει‐στι‐κός
ομόηχο: εριστικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ερειστικός, -ή, -ό

  • (λόγιο) που χρησιμεύει για να στηρίζει
    ⮡  ερειστικός ιστός, ερειστικό σύστημα
    ※  Ερειστικό σύστημα: ΟστεολογίαΜυολογία - Συνδεσμολογία (Περίγραμμα Μαθήματος: Ανατομία Ι, Οδηγοί Σπουδών Προηγούμενων Ακαδημαϊκών Ετών/Περιγραφή Μαθημάτων 2018-2019, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Πλατφόρμα Τηλεκπαίδευσης, eclass.duth.gr, ανακτήθηκε στις 22/6/2024 [1])

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία