έρεισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έρεισμα < αρχαία ελληνική ἔρεισμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
έρεισμα ουδέτερο
- το στήριγμα
- (μεταφορικά) οτιδήποτε χρησιμεύει ως βάση, αφετηρία και θεμέλιο μιας ενέργειας, σκέψης ή κατάστασης
- αυτός ή αυτοί που προσφέρουν ηθική ή πολιτική υποστήριξη
- η λογική βάση ενός συλλογισμού
- η ηθική βάση μιας ενέργειας