fondement
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- fondement < λατινική fundamentum
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fondement | fondements |
fondement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
fondement | fondements |
fondement (fr) αρσενικό