κρηπίδωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρηπίδωμα < κρηπίς + -ωμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρηπίδωμα ουδέτερο
- βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ένα οικοδόμημα, κτίσμα ή μια μηχανή
- η αποβάθρα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς
- το ακριανό κομμάτι της προκυμαίας