Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρηπίδωμα τα κρηπιδώματα
      γενική του κρηπιδώματος των κρηπιδωμάτων
    αιτιατική το κρηπίδωμα τα κρηπιδώματα
     κλητική κρηπίδωμα κρηπιδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κρηπίδωμα < κρηπίς + -ωμα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κρηπίδωμα ουδέτερο

  1. βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ένα οικοδόμημα, κτίσμα ή μια μηχανή
  2. η αποβάθρα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς
  3. το ακριανό κομμάτι της προκυμαίας

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία