κρηπίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κρηπίς | αἱ | κρηπῖδες |
γενική | τῆς | κρηπῖδος | τῶν | κρηπίδων |
δοτική | τῇ | κρηπῖδῐ | ταῖς | κρηπῖσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κρηπῖδᾰ | τὰς | κρηπῖδᾰς |
κλητική ὦ! | κρηπίς* | κρηπῖδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρηπῖδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κρηπίδοιν | ||
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρηπίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρηπίς, -ῖδος θηλυκό
- (υπόδηση) είδος μπότας
- κρηπίδα, βάση οικοδομήματος (θεμέλιο)
- (μεταφορικά) βάση
- προκυμαία ή αποβάθρα ποταμού
Συγγενικά
επεξεργασία- εὐκρηπίς
- κρηπιδοποιός
- κρηπιδόω
- κρηπίδωμα
- ὀπισθοκρηπίς
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Εκφράσεις
επεξεργασία- «ὅταν δέ κρηπίς μή καταβληθῇ γένους ὀρθῶς, ἀνάγκη δυστυχεῖν τούς ἐκγόνους». Ευριπίδης, Ηρακλής μαινόμενος (1261-1262)
Πηγές
επεξεργασία- κρηπίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρηπίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.