↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κρηπίς αἱ κρηπῖδες
      γενική τῆς κρηπῖδος τῶν κρηπίδων
      δοτική τῇ κρηπῖδ ταῖς κρηπῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κρηπῖδ τὰς κρηπῖδᾰς
     κλητική ! κρηπίς* κρηπῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρηπῖδε
γεν-δοτ τοῖν  κρηπίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρηπίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρηπίς, -ῖδος θηλυκό

  1. (υπόδηση) είδος μπότας / υποδήματος
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 40.1
    Ἐπεὶ δὲ τοὺς περὶ αὑτὸν ἑώρα παντάπασιν ἐκτετρυφηκότας καὶ φορτικοὺς ταῖς διαίταις καὶ πολυτελείαις ὄντας, ὥσθ᾽ Ἅγνωνα μὲν τὸν Τήϊον ἀργυροῦς ἐν ταῖς κρηπῖσιν ἥλους φορεῖν, Λεοννάτῳ δὲ πολλαῖς καμήλοις ἀπ᾽ Αἰγύπτου κόνιν εἰς τὰ γυμνάσια παρακομίζεσθαι, Φιλώτᾳ δὲ πρὸς θήρας σταδίων ἑκατὸν αὐλαίας † γεγονέναι, μύρῳ δὲ χρωμένους ἰέναι πρὸς ἄλειμμα καὶ λουτρὸν ὅσῳ ‹πρότερον› οὐδ᾽ ἐλαίῳ, τρίπτας δὲ καὶ κατευναστὰς περιαγομένους,
    Έβλεπε όμως ότι οι άνθρωποι που περιβάλλοντός του είχαν γίνει τρυφηλοί και ενοχλητικοί με τον τρόπο ζωής και τις πολυτέλειές τους. Για παράδειγμα, ο Άγνων από την Τέω είχε στα παπούτσια του ασημένιες πρόκες, ο Λεοννάτος είχε φέρει από την Αίγυπτο με πολλές καμήλες άμμο στα γυμναστήρια και ο Φιλώτας είχε δίχτυα για το κυνήγι εκατό σταδίων· πήγαιναν για άλειμμα και για λουτρό χρησιμοποιώντας τόσο πολύ μύρο όσο προηγουμένως ούτε λάδι δεν είχαν. Έβλεπε ότι περιστοιχίζονταν από υπηρετικό προσωπικό για τρίψιμο και χαλάρωση.
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
  2. κρηπίδα, βάση οικοδομήματος (θεμέλιο)
  3. (μεταφορικά) βάση
  4. προκυμαία ή αποβάθρα ποταμού

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • «ὅταν δέ κρηπίς μή καταβληθῇ γένους ὀρθῶς, ἀνάγκη δυστυχεῖν τούς ἐκγόνους». Ευριπίδης, Ηρακλής μαινόμενος (1261-1262)