μπότα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπότα | οι | μπότες |
γενική | της | μπότας | των | (μποτών) |
αιτιατική | την | μπότα | τις | μπότες |
κλητική | μπότα | μπότες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπότα < (άμεσο δάνειο) βενετική bota / ιταλική botta < bottare / buttare < παλαιά γαλλικά bote < φραγκική *butt < πρωτογερμανική *buttaz < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰewt- / *bʰewd- (χτυπώ, ωθώ)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπότα θηλυκό
- (υπόδηση) κλειστό και ψηλό παπούτσι που καλύπτει το πόδι αρκετά πάνω από τον αστράγαλο
- (μεταφορικά) ο στρατός κατοχής
- (μουσικό όργανο) μεγάλο τύμπανο το οποίο δονείται με τη χρήση ειδικού εργαλείου ποδός (πεντάλι)
Επεξεργασία
ΥπερώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παπούτσι