Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bʌt/

  Επίρρημα

επεξεργασία

but (en) (χωρίς παραθετικά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
but buts

but (en)

  • (συνήθως πληθυντικός) το αλλά
    ⮡  I don’t want any buts!
    Να λείπουν τα αλλά!
    ⮡  There always appears to be a but.
    Πάντα προβάλλει ένα αλλά.

  Πρόθεση

επεξεργασία

but (en)

  • εκτός από
    ⮡  Everyone will go but you.
    Όλοι θα πάνε εκτός από εσένα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη besides

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

but (en)

  1. αλλά, όμως, ωστόσο, πάλι, μα, χρησιμοποιείται για να εισαγάγει μια λέξη ή φράση σε αντίθεση με αυτήν που προφαναφέρθηκε
    ⮡  The little house was old but well taken care of.
    Το σπιτάκι τους ήταν παλιό, αλλά νοικοκυρεμένο.
    ⮡  White wine is served cold or, better yet, chilled, but never hot.
    Το άσπρο κρασί σερβίρεται κρύο ή, καλύτερα, παγωμένο, ποτέ όμως ζεστό.
    ⮡  Some like it but others don’t.
    Σε άλλους αρέσει σε άλλους πάλι δεν αρέσει.
    ⮡  He’s wearing three shirts but he’s cold.
    Τρεις μπλούζες φοράει και πάλι κρυώνει.
    ⮡  If you want, help him, but if you don’t, he won’t feel bad.
    Αν θέλεις, βοήθησέ τον, αλλά αν πάλι δε θέλεις, δε θα του κακοφανεί.
    ⮡  I saw him but I didn’t speak to him.
    Τον είδα μα δεν του μίλησα.
    ⮡  He had a very hard time but, in the end, he got where he wanted.
    Δυσκολεύτηκε πολύ, μα στο τέλος έφτασε εκεί που ήθελε.
  2. παρά να, εκτός από (το να)
    ⮡  It’s good work but for a few spelling mistakes.
    Είναι καλή δουλειά εκτός από μερικά ορθογραφικά λάθη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη besides



  Προφορά

επεξεργασία
 
ομόηχο: butte

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
but buts

but (fr) αρσενικό

  1. ο σκοπός
  2. (αθλητισμός) το γκολ
    → δείτε και τις λέξεις buter και buteur



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

but (pl) αρσενικό