ΔΦΑ : /by.te/

Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. buter < (αργκό) bute ή butte, βήμα εκτέλεσης, συνήθως με λαιμητόμο
  2. buter < but

buter (fr)

  1. (αμετάβατο) χτυπώ το πόδι πάνω σε κάτι που εξέχει από το έδαφος· (μεταφορικά) συναντώ κάποια απροσδόκητη δυσκολία
  2. (μεταβατικό) υποστηρίζω, στηρίζω κάτι

Δείτε επίσης

επεξεργασία