υποστηρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποστηρίζω < ελληνιστική κοινή ὑποστηρίζω < αρχαία ελληνική ὑπό + στηρίζω
Ρήμα
επεξεργασίαυποστηρίζω
- υποστυλώνω
- παραθέτω επιχειρήματα ή στοιχεία τα οποία μπορούν να αποδείξουν κάτι που ισχυρίζομαι
- βοηθάω, ενισχύω οικονομικά κάποιον
- (σε διδακτορική διατριβή) κάνω πλήρη παρουσίαση του θέματός μου στην υπεύθυνη επιτροπή αναλύοντας το τι έκανα και γιατί το έκανα
- (αθλητισμός) προτιμώ κάποιον αθλητή ή αθλητικό σωματείο σε αγώνες
Συγγενικά
επεξεργασία- αλληλοϋποστηρίζονται
- αλληλοϋποστήριξη
- ανυποστήρικτος
- υποστήριγμα
- υποστηρικτής / υποστηριχτής
- υποστηρίκτρια / υποστηρίχτρια
- υποστήριξη
- → δείτε τις λέξεις υπό και στηρίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποστηρίζω | υποστήριζα | θα υποστηρίζω | να υποστηρίζω | υποστηρίζοντας | |
β' ενικ. | υποστηρίζεις | υποστήριζες | θα υποστηρίζεις | να υποστηρίζεις | υποστήριζε | |
γ' ενικ. | υποστηρίζει | υποστήριζε | θα υποστηρίζει | να υποστηρίζει | ||
α' πληθ. | υποστηρίζουμε | υποστηρίζαμε | θα υποστηρίζουμε | να υποστηρίζουμε | ||
β' πληθ. | υποστηρίζετε | υποστηρίζατε | θα υποστηρίζετε | να υποστηρίζετε | υποστηρίζετε | |
γ' πληθ. | υποστηρίζουν(ε) | υποστήριζαν υποστηρίζαν(ε) |
θα υποστηρίζουν(ε) | να υποστηρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποστήριξα | θα υποστηρίξω | να υποστηρίξω | υποστηρίξει | ||
β' ενικ. | υποστήριξες | θα υποστηρίξεις | να υποστηρίξεις | υποστήριξε | ||
γ' ενικ. | υποστήριξε | θα υποστηρίξει | να υποστηρίξει | |||
α' πληθ. | υποστηρίξαμε | θα υποστηρίξουμε | να υποστηρίξουμε | |||
β' πληθ. | υποστηρίξατε | θα υποστηρίξετε | να υποστηρίξετε | υποστηρίξτε | ||
γ' πληθ. | υποστήριξαν υποστηρίξαν(ε) |
θα υποστηρίξουν(ε) | να υποστηρίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποστηρίξει | είχα υποστηρίξει | θα έχω υποστηρίξει | να έχω υποστηρίξει | ||
β' ενικ. | έχεις υποστηρίξει | είχες υποστηρίξει | θα έχεις υποστηρίξει | να έχεις υποστηρίξει | ||
γ' ενικ. | έχει υποστηρίξει | είχε υποστηρίξει | θα έχει υποστηρίξει | να έχει υποστηρίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποστηρίξει | είχαμε υποστηρίξει | θα έχουμε υποστηρίξει | να έχουμε υποστηρίξει | ||
β' πληθ. | έχετε υποστηρίξει | είχατε υποστηρίξει | θα έχετε υποστηρίξει | να έχετε υποστηρίξει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποστηρίξει | είχαν υποστηρίξει | θα έχουν υποστηρίξει | να έχουν υποστηρίξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποστηρίζομαι | υποστηριζόμουν(α) | θα υποστηρίζομαι | να υποστηρίζομαι | υποστηριζόμενος | |
β' ενικ. | υποστηρίζεσαι | υποστηριζόσουν(α) | θα υποστηρίζεσαι | να υποστηρίζεσαι | (υποστηρίζου) | |
γ' ενικ. | υποστηρίζεται | υποστηριζόταν(ε) | θα υποστηρίζεται | να υποστηρίζεται | ||
α' πληθ. | υποστηριζόμαστε | υποστηριζόμαστε υποστηριζόμασταν |
θα υποστηριζόμαστε | να υποστηριζόμαστε | ||
β' πληθ. | υποστηρίζεστε | υποστηριζόσαστε υποστηριζόσασταν |
θα υποστηρίζεστε | να υποστηρίζεστε | (υποστηρίζεστε) | |
γ' πληθ. | υποστηρίζονται | υποστηρίζονταν υποστηριζόντουσαν |
θα υποστηρίζονται | να υποστηρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποστηρίχτηκα | θα υποστηριχτώ | να υποστηριχτώ | υποστηριχτεί | ||
β' ενικ. | υποστηρίχτηκες | θα υποστηριχτείς | να υποστηριχτείς | υποστηρίξου | ||
γ' ενικ. | υποστηρίχτηκε | θα υποστηριχτεί | να υποστηριχτεί | |||
α' πληθ. | υποστηριχτήκαμε | θα υποστηριχτούμε | να υποστηριχτούμε | |||
β' πληθ. | υποστηριχτήκατε | θα υποστηριχτείτε | να υποστηριχτείτε | υποστηριχτείτε | ||
γ' πληθ. | υποστηρίχτηκαν υποστηριχτήκαν(ε) |
θα υποστηριχτούν(ε) | να υποστηριχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υποστηριχτεί | είχα υποστηριχτεί | θα έχω υποστηριχτεί | να έχω υποστηριχτεί | υποστηριγμένος | |
β' ενικ. | έχεις υποστηριχτεί | είχες υποστηριχτεί | θα έχεις υποστηριχτεί | να έχεις υποστηριχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει υποστηριχτεί | είχε υποστηριχτεί | θα έχει υποστηριχτεί | να έχει υποστηριχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υποστηριχτεί | είχαμε υποστηριχτεί | θα έχουμε υποστηριχτεί | να έχουμε υποστηριχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε υποστηριχτεί | είχατε υποστηριχτεί | θα έχετε υποστηριχτεί | να έχετε υποστηριχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υποστηριχτεί | είχαν υποστηριχτεί | θα έχουν υποστηριχτεί | να έχουν υποστηριχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερασπίζομαι