• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σωματείο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σωματείο τα σωματεία
      γενική του σωματείου των σωματείων
    αιτιατική το σωματείο τα σωματεία
     κλητική σωματείο σωματεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σωματείο < (ελληνιστική κοινή) σωματεῖον

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σωματείο ουδέτερο

  1. το νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα
  2. (ειδικότερα) (συνδικαλισμός) ο σύλλογος εργαζομένων σε μια επιχείρηση ή έναν τομέα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σωματείο
  • γαλλικά : 1. association (fr), corporation (fr) 2. syndicat (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σωματείο&oldid=5518395"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:44
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:44.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie