νομικό πρόσωπο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
νομικό πρόσωπο
- (νομική): ο δια νόμου φορέας που δημιουργείται με σύζευξη, συνένωση φυσικών προσώπων, αλλά και με άλλων νομικών προσώπων για την επίτευξη ενός σκοπού ή, γενικότερα, προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μελών του.
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
νομικό πρόσωπο