σύλλογος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σύλλογος | οι | σύλλογοι |
γενική | του | συλλόγου & σύλλογου |
των | συλλόγων |
αιτιατική | τον | σύλλογο | τους | συλλόγους |
κλητική | σύλλογε | σύλλογοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σύλλογος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύλλογος < συλλέγω (συγκεντρώνω) < σύλ- + -λογος,
σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική association, ή collectivité, collège[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsi.lo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύλ‐λο‐γος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σύλλογος αρσενικό
- το νομικό πρόσωπο που λειτουργεί επιδιώκοντας την επίτευξη κοινών στόχων που καθορίζονται στο καταστατικό του
- πολιτιστικός σύλλογος, σύλλογος εργαζομένων
- σύλλογος καθηγητών/δασκάλων: το σύνολο των διδασκόντων ενός σχολείου, όταν βρίσκονται σε συνεδρίαση
- (στην Αρχαία Αθήνα) κάθε δημόσια συγκέντρωση εκτός της Εκκλησίας του Δήμου
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σύλλογος
Επεξεργασία
- ↑ «σύλλογος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.