↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σύλλογος οι σύλλογοι
      γενική του συλλόγου
σύλλογου
των συλλόγων
    αιτιατική τον σύλλογο τους συλλόγους
     κλητική σύλλογε σύλλογοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύλλογος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύλλογος < συλλέγω (συγκεντρώνω) < σύλ- + -λογος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική association, ή collectivité, collège[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsi.lo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύλ‐λο‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύλλογος αρσενικό

  • το νομικό πρόσωπο που λειτουργεί επιδιώκοντας την επίτευξη κοινών στόχων που καθορίζονται στο καταστατικό του
    πολιτιστικός σύλλογος, σύλλογος εργαζομένων
    σύλλογος καθηγητών/δασκάλων: το σύνολο των διδασκόντων ενός σχολείου, όταν βρίσκονται σε συνεδρίαση
  • (στην Αρχαία Αθήνα) κάθε δημόσια συγκέντρωση εκτός της Εκκλησίας του Δήμου

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύλλογος οἱ σύλλογοι
      γενική τοῦ συλλόγου τῶν συλλόγων
      δοτική τῷ συλλόγ τοῖς συλλόγοις
    αιτιατική τὸν σύλλογον τοὺς συλλόγους
     κλητική ! σύλλογε σύλλογοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συλλόγω
γεν-δοτ τοῖν  συλλόγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύλλογος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύλλογος, -ου αρσενικό

  1. συγκέντρωση, συνάθροιση, συνέλευση
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 74.2
    σύλλογός τε δὴ ἐγίνετο καὶ πολλὰ ἐλέγετο περὶ τῶν αὐτῶν, οἱ μὲν ὡς ἐς τὴν Πελοπόννησον χρεὸν εἴη ἀποπλέειν καὶ περὶ ἐκείνης κινδυνεύειν, μηδὲ πρὸ χώρης δοριαλώτου μένοντας μάχεσθαι, Ἀθηναῖοι δὲ καὶ Αἰγινῆται καὶ Μεγαρέες αὐτοῦ μένοντας ἀμύνεσθαι.
    Και λοιπόν έγινε σύναξη κι ακούστηκαν πολλά για το ίδιο θέμα, καθώς άλλοι έλεγαν πως πρέπει να βάλουν πλώρη για την Πελοπόννησο και να μπουν στον κίνδυνο για να τη σώσουν κι όχι να μείνουν και να δώσουν μάχη για χώρα που την πατούσε ο εχθρός, ενώ οι Αθηναίοι και οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς, να μείνουν εκεί που ήταν και ν᾽ αντιμετωπίσουν τον εχθρό.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 8.1
    Ξέρξης δὲ μετὰ Αἰγύπτου ἅλωσιν ὡς ἔμελλε ἐς χεῖρας ἄξεσθαι τὸ στράτευμα τὸ ἐπὶ τὰς Ἀθήνας, σύλλογον ἐπίκλητον Περσέων τῶν ἀρίστων ἐποιέετο, ἵνα γνώμας τε πύθηταί σφεων καὶ αὐτὸς ἐν πᾶσι εἴπῃ τὰ θέλει.
    Κι ο Ξέρξης, ύστερ᾽ από την άλωση της Αιγύπτου, καθώς ήταν να πάρει στα χέρια του την εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, οργάνωσε έκτακτη συνέλευση των πρώτων ανάμεσα στους πρώτους Πέρσες, και για να πάρει τις γνώμες τους και για να εκθέσει ο ίδιος μπροστά σ᾽ όλους τα σχέδιά του.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  4oς πκε αιώνας Ισοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 7.48
    Τοιγαροῦν οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, οὐδ᾽ ἐν ταῖς αὐλητρίσιν, οὐδ᾽ ἐν τοῖς τοιούτοις συλλόγοις ἐν οἷς νῦν διημερεύουσιν, ἀλλ᾽ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἔμενον ἐν οἷς ἐτάχθησαν, θαυμάζοντες καὶ ζηλοῦντες τοὺς ἐν τούτοις πρωτεύοντας.
    Γι᾽ αυτό δεν σύχναζαν οι νέοι σε μέρη τυχερών παιχνιδιών, ούτε σε χαμαιτυπεία με αυλητρίδες, ούτε σε συγκεντρώσεις τέτοιου είδους όπου σήμερα περνούν την ημέρα τους, αλλά αφοσιώνονταν στις ασχολίες στις οποίες είχαν ταχθεί, όπου θαύμαζαν και ζήλευαν όσους πρώτευαν σ᾽ αυτά.
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
  2. στρατολόγηση, συγκέντρωση στρατιωτών
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 1545 (1543-1547)
    ἐπεὶ γὰρ ἱκόμεσθα τῆς Διὸς κόρης | Ἀρτέμιδος ἄλσος λείμακάς τ᾽ ἀνθεσφόρους, | ἵν᾽ ἦν Ἀχαιῶν σύλλογος στρατεύματος, | σὴν παῖδ᾽ ἄγοντες, εὐθὺς Ἀργείων ὄχλος | ἠθροίζεθ᾽.
    Όταν, την κόρη σου οδηγώντας, στο άλσος | και στο ανθισμένο φτάσαμε λιβάδι | της Άρτεμης, κόρης του Δία, που εκεί ᾽ταν | συγκεντρωμένος ο στρατός, Αργείοι | μαζεύονταν πολλοί.
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  3. (μεταφορικά) προσήλωση του νου σε κάτι, σύνεση, φρόνηση

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία