συλλέγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συλλέγω < αρχαία ελληνική συλλέγω < συν + λέγω
Ρήμα
επεξεργασίασυλλέγω, παθητικό: συλλέγομαι
- μαζεύω
- συγκεντρώνω
- συλλέγω τους φόρους
- οι αστυνομικοί συνέλεξαν στοιχεία από τον τόπο του εγκλήματος
- συγκεντρώνω ομοειδή πράγματα συστηματικά ως ασχολία
- ο αδελφός μου συλλέγει γραμματόσημα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- περισυλλογή
- συλλογίζομαι
- συλλογισμός
- σύλλογος
- → δείτε τη λέξη λέγω