Επίθετο

επεξεργασία

collect (en) (χωρίς παραθετικά)

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας collect
γ΄ ενικό ενεστώτα collects
αόριστος collected
παθητική μετοχή collected
ενεργητική μετοχή collecting

collect (en)

  1. (μεταβατικό) μαζεύω, συγκεντρώνω πράγματα από διαφορετικούς ανθρώπους ή μέρη
    ⮡  I am collecting information.
    Συγκεντρώνω πληροφορίες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη assemble
  2. συλλέγω
    ⮡  He collects stamps.
    Συλλέγει γραμματόσημα. (είναι συλλέκτης γραμματοσήμων)
  3. εισπράττω
  4. (μεταβατικό, βρετανική σημασία) περνάω να πάρω κάποιον, πάω κάπου και παίρνω κάποιον που με περιμένει
    ⮡  I will collect the children from school.
    Θα περάσω να πάρω τα παιδιά από το σχολείο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pick up