Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας assemble
γ΄ ενικό ενεστώτα assembles
αόριστος assembled
παθητική μετοχή assembled
ενεργητική μετοχή assembling

  Ρήμα επεξεργασία

assemble (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνω, συναθροίζω, συγκαλώ, ερχόμαστε μαζί ως ομάδα, φέρνω ανθρώπους ή πράγματα μαζί ως ομάδα
    The students assembled in the yard.
    Οι μαθητές συγκεντρώθηκαν στην αυλή.
    He assembled his advisers.
    Συγκέντρωσε τους συμβούλους του.
    Crowds assembled in front of the Parliament.
    Συναθροίστηκαν τα πλήθη μπροστά στη Βουλή.
    The headmaster assembled the teachers.
    Ο γυμνασιάρχης συγκάλεσε τους καθηγητές.
     συνώνυμα:  cluster, collect, come together, concentrate, congregate, crowd around, flock, gather, get together, mass και muster
  2. (μεταβατικό) συναρμολογώ, δένω
    These TVs are assembled in Greece.
    Αυτές οι τηλεοράσεις συναρμολογούνται στην Ελλάδα.
    I can take apart and assemble a watch in an hour.
    Μπορώ να λύσω και να δέσω ένα ρολόι σε μια ώρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη piece together
     αντώνυμα: disassemble

  Πηγές επεξεργασία