assemble
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | assemble |
γ΄ ενικό ενεστώτα | assembles |
αόριστος | assembled |
παθητική μετοχή | assembled |
ενεργητική μετοχή | assembling |
Ρήμα
επεξεργασίαassemble (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνω, συναθροίζω, συγκαλώ, ερχόμαστε μαζί ως ομάδα, φέρνω ανθρώπους ή πράγματα μαζί ως ομάδα
- ↪ The students assembled in the yard.
- Οι μαθητές συγκεντρώθηκαν στην αυλή.
- ↪ He assembled his advisers.
- Συγκέντρωσε τους συμβούλους του.
- ↪ Crowds assembled in front of the Parliament.
- Συναθροίστηκαν τα πλήθη μπροστά στη Βουλή.
- ↪ The headmaster assembled the teachers.
- Ο γυμνασιάρχης συγκάλεσε τους καθηγητές.
- ≈ συνώνυμα: cluster, collect, come together, concentrate, congregate, crowd around, flock, gather, get together, mass και muster
- ↪ The students assembled in the yard.
- (μεταβατικό) συναρμολογώ, δένω
- ↪ These TVs are assembled in Greece.
- Αυτές οι τηλεοράσεις συναρμολογούνται στην Ελλάδα.
- ↪ I can take apart and assemble a watch in an hour.
- Μπορώ να λύσω και να δέσω ένα ρολόι σε μια ώρα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη piece together
- ≠ αντώνυμα: disassemble
- ↪ These TVs are assembled in Greece.
Πηγές
επεξεργασία- assemble - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211, 830, 842. ISBN 9780194325684., λήμμα: δένω, συγκεντρώνω, συναθροίζω