ενεστώτας crowd around
γ΄ ενικό ενεστώτα crowds around
αόριστος crowded around
παθητική μετοχή crowded around
ενεργητική μετοχή crowding around

  Ετυμολογία

επεξεργασία
crowd around < → δείτε τις λέξεις crowd και around

crowd around (en)

  • (για πλήθος ανθρώπων) στριμώχνομαι γύρω από, συγκεντρώνομαι γύρω από κάτι σε μεγάλες ποσότητες, πλημμυρίζω ένα χώρο
    ⮡  We crowded around the fire.
    Στριμωχτήκαμε γύρω από τη φωτιά.
    ⮡  The students crowded around their teacher.
    Τα παιδιά συγκεντρώθηκαν γύρω από το δάσκαλό τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη assemble

Άλλες μορφές

επεξεργασία