crowd around
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | crowd around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crowds around |
αόριστος | crowded around |
παθητική μετοχή | crowded around |
ενεργητική μετοχή | crowding around |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcrowd around (en)
- (για πλήθος ανθρώπων) στριμώχνομαι γύρω από, συγκεντρώνομαι γύρω από κάτι σε μεγάλες ποσότητες, πλημμυρίζω ένα χώρο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- crowd round (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
Πηγές
επεξεργασία- crowd around - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεντρώνω