crowd round
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | crowd round |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crowds round |
αόριστος | crowded round |
παθητική μετοχή | crowded round |
ενεργητική μετοχή | crowding round |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcrowd round (en)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά) άλλη γραφή του crowd around